Δεν υπάρχει...

γράφει ο Ηλίας

«Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι, Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι».
Ο Κεμάλ σήκωσε τα λυπημένα μάτια αργά στον ορίζοντα.
Για μια στιγμή σηκώθηκε ψηλά και πέταξε πάνω από τα σύννεφα σαν ένα πολύχρωμο μπαλόνι.
Για μια στιγμή χάθηκε μέσα σε κόσμους μαγικούς και άγνωστους, στα μέρη εκείνα που η μάνα του τις νύχτες μετά την προσευχή του διηγούνταν ιστορίες για ανθρώπους που ζούσαν ευτυχισμένοι.
Πώς αλήθεια την λέγαν εκείνη την χώρα;
Την χώρα που «ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»;
Γρήγορα όμως κατέβασε ξανά την ματιά του πάνω στην λασπωμένη γη και σαν να ξύπνησε ξαφνικά από έναν ύπνο βαθύ αναστέναξε με παράπονο.
Η μουσική από το van των εθελοντών συνέχιζε να φτάνει στα αυτιά του.
«Κάτω από τον ήλιο αναγάλλιαζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια, τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές τότε που σ’ έφεραν κατσίβελε στην μπόλια».
Στην πατρίδα του δεν φύτρωναν μικροί σταυροί. Μονάχα ελιές, χουρμαδιές και όμορφες ιστορίες για τα παιδιά και τους μεγάλους.
Θυμάται με πόση λαχτάρα τις άκουγε ψιθυριστά στο αυτί, όταν οι βόμβες ισοπέδωναν τα γειτονικά από το δικό του σπίτια.
Θα πάμε στην χώρα που «ζούνε αυτοί καλά κι εμείς θα ζήσουμε καλύτερα».
Τώρα πια το ξέρει πως αυτή η χώρα που του έλεγε η μητέρα του τις νύχτες που τους έλιωνε η αγωνία δεν είναι αληθινή.
Υπάρχει μονάχα μέσα στα παραμύθια των παιδιών που ψιθυρίζουν τις νύχτες οι μανάδες του κόσμου.
Στον αληθινό κόσμο υπάρχει μονάχα αίμα και λάσπη.
Υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που μπορούν και χτίζουν σπίτια με αυτά τα υλικά, που μπορούν κλείνοντας τα μάτια τους να μαζεύουν τα όνειρα στα χέρια τους και να φτιάχνουν ακόμα και παραθύρια –μεγάλους φεγγίτες– που να κοιτούν ευθεία στον ουρανό.
Είναι όμως λίγοι και τους κυνηγούν.
Τους αγαπάνε οι πολλοί και τους μισούν οι λίγοι.
Καμιά φορά –τις δύσκολες εποχές– τους κυνηγούν με λύσσα κι αυτοί που υποτίθεται πως θα έπρεπε να τους αγαπούν παράφορα.
Αλλόκοτος κόσμος.
«Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα, σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά, σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημη αρένα και στο χωριό να ουρλιάζουνε την νύχτα εφτά σκυλιά».
Ακούει κάπου κοντά δυνατές τις φωνές των άλλων παιδιών.
Τρέχει κοντά τους. Μοιράζουν λιχουδιές στα παιδιά. Στα παιδιά που πεινάνε. Στα παιδιά που ακόμα παίζουν και γελάνε.
Γυρνάει πίσω στην σκηνή κρατώντας ένα δεύτερο κρουασάν σοκολάτα στα χέρια. Η μητέρα του κρατά στην αγκαλιά της την μικρότερη αδερφή του.
«Κεμάλ τι έχεις;»
«Μάνα, η χώρα αυτή δεν υπάρχει»
Φιλιά από την Εσπερία
Ηλίας
(Αγαπητέ Ηλία, η χώρα αυτή δεν υπάρχει. Αλλά αυτό μπορεί να είναι και παρήγορο. Μπορεί να είναι ανακουφιστικό. Τα πουλιά δεν έχουν το «βάρος» μιας χώρας, μιας πατρίδας. Εμείς το έχουμε. Γι’ αυτό δεν πετάμε. Ηλία, πόσο θα ήθελα να πετάω. Να είσαι καλά.)


http://pitsirikos.net/

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κυκλοφορεί ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ ο κουτσοφλέβαρος...

Κυκλοφορεί ο Χριστουγενιάτικος ΚΑΤΟΙΚΟΣ!

Κυκλοφορεί ηλεκτρονικά ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ Νοεμβρίου!