Με γεια το κούρεμα, λοιπόν!

του Νίκου Σαραντάκου

Πέρσι τον Δεκέμβρη είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο με τον τίτλο “Με γεια το κούρεμα“. Καθώς σήμερα η λέξη έχει κυριαρχήσει στην επικαιρότητα, παρουσιάζω εκείνο το παλιό μου άρθρο, με κάποιες αλλαγές και κάποιες προσθήκες -βέβαια έτσι χάνονται τα παλιά σχόλια, αλλά κανείς δεν είναι τέλειος. 
Με γεια το κούρεμα, λοιπόν, φράση που τη λέμε σε κάποιον φίλο που παρουσιάζεται μπροστά μας φρεσκοκουρεμένος: στα μαθητικά μου χρόνια, επί χούντας, όπου κουρευόμασταν συχνά, όσο κι αν προσπαθούσαμε, βρέχοντας με λεμόνι τα μαλλιά μας και πατηκώνοντάς τα, να αναβάλουμε το μοιραίο για λίγες μέρες, τότε λοιπόν η φράση «με γεια το κούρεμα» συνοδευόταν απαραιτήτως από μια φάπα στο αποψιλωμένο σβέρκο, συνήθως χαϊδευτική και φιλική, αλλά κάποτε γερή από κανέναν άγαρμπο συμμαθητή. Σήμερα τη φάπα τη φάγαμε ξεγυρισμένη, και όχι από άγαρμπο συμμαθητή αλλά από πανίσχυρο εταίρο, οπότε σταματώ με τις παιδικές μου αναμνήσεις και αρχίζω να λεξιλογώ  για το κούρεμα και για άλλα συναφή.
Βέβαια, η λέξη «κούρεμα» δεν βρίσκεται στην επικαιρότητα με την κυριολεκτική της σημασία. Μιλάμε για το κούρεμα του χρέους, που είναι απόδοση του αγγλικού haircut, που σημαίνει το ίδιο. Στην πιο καθωσπρέπει οικονομική ορολογία λέγεται «περικοπή», το είδα και “απομείωση”, αλλά στη γλώσσα της δημοσιογραφίας το «κούρεμα» είναι ακαταμάχητο, όσο κι αν το ψαλίδισμα θα ήταν ίσως σωστότερο.
Κούρεμα λοιπόν, λέξη που ανήκει σε μια πολύ μεγάλη αρχαία οικογένεια λέξεων. Από το ρήμα κείρω, που δεν σήμαινε μόνο «κουρεύω» αλλά και γενικώς «κόβω», έχουμε το κέρμα, το κομματάκι δηλαδή, που γρήγορα εξειδικεύτηκε στη σημασία του μικρού νομίσματος. Από εκεί και η κουρά, που σήμαινε ακριβώς το κούρεμα, π.χ. των προβάτων, και που τη διατηρούμε στη σημερινή μας γλώσσα για την τελετή χειροτονίας των μοναχών πριν μπουν στο μοναστήρι -και χρησιμοποιούμε, τότε, τον άχρηστο πια αόριστο του ρήματος, όταν λέμε «εκάρη μοναχός», που μας θυμίζει και την απολιθωμένη μετοχή παρακειμένου κεκαρμένος που έδωσε τον τίτλο στο μυθιστόρημα Κεκαρμένοι του Νίκου Κάσδαγλη για τη ζωή στο στρατό. Καμιά φορά, το κεκαρμένος συνδυαζόταν με μιαν άλλη αρχαϊκούρα, εν χρω, κι όλο μαζί σήμαινε “κουρεμένος γουλί”.
Από την ίδια οικογένεια και ο κουρεύς, και το κουρείον, που όλα τους είναι αρχαία, και το ρήμα κουρεύομαι και κουρεύω. Κι επειδή στον μεσαίωνα το κούρεμα, είτε του δόκιμου μοναχού που αμάρτησε είτε της γυναίκας που λοξοκοίταξε στον έρωτα, ήταν μια επίπονη και εξευτελιστική τιμωρία (δεν θα γινόταν και με τις ανέσεις των σημερινών κομμωτηρίων, αλλά μάλλον με την προβατοψαλίδα, όπως εμείς στις Βρυξέλλες), από την κουρά βγήκε το ρήμα «κουράζω» με σημασία τιμωρώ, ταλαιπωρώ, για να πάρει αργότερα τη σημερινή σημασία της καταπόνησης. (Κατά σύμπτωση, σε κάτι στίχους του Σαχλίκη που έπεσαν στα χέρια μου, βρίσκω τον στίχο ‘Όποιος λυπάται πολ’τικήν, Θεός να τον κουράσει”, δηλαδή να τον τιμωρήσει).
Κι επειδή οι ευτυχείς θεατές της κουράς και της διαπόμπευσης αποκαλούσαν «κουρόγιδο», κουρεμένο γίδι, τον δύστυχο ή τη δύστυχη που υπέφερε, πιθανώς να βγήκε από εκεί η λέξη «κορόιδο» και το ρήμα κοροϊδεύω. Αν δηλαδή πάρουμε τοις μετρητοίς την ετυμολογία, τώρα με το κούρεμα έχουμε γίνει τα κορόιδα της ευρωζώνης.
Τους προηγούμενους αιώνες, τον κουρέα τον είπαμε μπαρμπέρη και το κουρείο μπαρμπέρικο, λέξεις που είχαν προσωρινά επικρατήσει –είναι δάνειο από το ιταλικό barbiere, που ανάγεται στο barba, τη γενειάδα. Από εκεί είναι και ο βαρβάτος αλλά και ο μπάρμπας, ο θείος δηλαδή, όμως αν ξεστρατίσουμε δεν θα μας πάρει ο χώρος. Πάντως, ενώ ο μανάβης και ο μπακάλης και άλλες δάνειες και λαϊκές ονομασίες επαγγελματιών διατηρήθηκαν, ο μπαρμπέρης δεν τα κατάφερε, ίσως επειδή ο κουρέας έχει μια λαϊκή απόχρωση που δεν την έχει ο οπωροπώλης, ίσως επειδή το ρήμακουρεύομαι παρέμεινε πάντοτε σε χρήση.
Και μάλιστα, πρόκειται για ρήμα που έχει έντονη φρασεολογική και παροιμιακή παρουσία. Ακριβώς από το κούρεμα της διαπόμπευσης βγήκε η περιφρονητική φράση άστον να κουρεύεται ή άντε να κουρεύεσαι!, δήλωση αδιαφορίας λέμε για πρόσωπα που δεν αξίζουν προσοχή ή σεβασμό. Και ίσως επειδή τα μαλλιά είναι ένδειξη υγείας, αφθονίας και πλούτου, όταν κάποιος στήνει μια (συνήθως όχι πολύ καθαρή) επιχείρηση για να κερδίσει αλλά τελικά βγαίνει ζημιωμένος, λέμε ότι πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος. Για μπερδεμένα ή παράλογα πράγματα από τα οποία δεν βγαίνει νόημα, λέμεπιάσ’ τ’ αυγό και κούρεφ ’το –οι αρχαίοι έλεγαν «Ωόν τίλλεις», και παλιότερα είχε γίνει στη Λεξιλογία μεγάλη συζήτηση αν πρέπει να γράφουμε κούρεφ’το ή κούρευ’ το). Όσο για τον αρχάριο επαγγελματία που πειραματίζεται με αποτέλεσμα να υποφέρουν οι πελάτες του, λέμε ότι μαθαίνει κουρευτική στου κασίδη το κεφάλι, φράση που θα μπορούσαμε κάλλιστα να τη χρησιμοποιήσουμε για τους κυβερνώντες μας, τους τωρινούς και τους περασμένους.
Και για όποιον πληρώνει δυσανάλογα πολλά, λέμε πως πλήρωσε “τα μαλλιά της κεφαλής του”. Όπως τώρα, που τον λογαριασμό του μπαρμπέρη καλούνται να τον πληρώσουν, για μιαν ακόμα φορά, τα συνήθη κορόιδα.
www.sarantakos.wordpress.com

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κυκλοφορεί ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ ο κουτσοφλέβαρος...

Κυκλοφορεί ο Χριστουγενιάτικος ΚΑΤΟΙΚΟΣ!

Κυκλοφορεί ηλεκτρονικά ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ Νοεμβρίου!