Η επανάσταση επιστρέφει στη Γαλλία!




της 
Sophie Wahnich
Διακόσια είκοσι χρόνια μετά την κήρυξή της, η Γαλλική Επανάσταση βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου στη Γαλλία. Ο Νικολά Σαρκοζίομολογεί ότι είναι δύσκολο να κυβερνάς μια «βασιλοκτόνο» χώρα. ΟΑλέν Μενκ, πρώην διευθυντικό στέλεχος της
 εφημερίδας «Le Μonde» και φίλος του γάλλου προέδρου, προειδοποιεί«τους φίλους της 
άρχουσας τάξης»ότι θα πρέπει να απαρνηθούν κάποια προνόμια. Ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του κυβερνώντος συντηρητικού κόμματοςΖαν Φρανσουά Κοπέοικτίρει τους συμπατριώτες του για«μια φυσική τάση να αναπαρ
άγουν συνεχώς το 1793»- χρονιά της ψήφισης του επαναστατικού Συντάγματος αλλά και της έναρξης της Τρομοκρατίας. 
Ολες αυτές οι αναφορές αποτελούν το λιγότερο ενδείξεις μιας ανησυχίας: ο γαλλικός λαός δεν κυβερνάται εύκολα, έχει πίσω του ένα επαναστατικό παρελθόν και μπορεί να αναλάβει και πάλι ρόλο «δημίου». 
Οι σημερινές συζητήσεις περί της Γαλλικής Επανάστασης έχουν σκοπό είτε να την
 αντιπαρέλθουν, διακηρύσσοντας ότι δεν θα επιτρέψουν μια επανάληψή της, είτε να τη χρησιμοποιήσουν ως μια εμπειρία χρήσιμη για την επανάληψη παλαιότερων λαθών. Η βία σήμερα πρέπει να παραμένει συμβολική και να μη φθάνει να γίνεται σωματι
κή. Για να το κάνουμε αυτό πρέπει να ξέρουμε αφενός να τη συγκρατούμε και αφετέρου να αποδυναμώνουμε τις αιτίες που τη γεννούν. 
Η συγκράτηση της βίας είναι το κατ΄ εξοχήν αντικείμενο της διατήρησης της τάξης. Μόνο που αυτό δεν είναι αποκλειστικά έργο των «δυνάμεων της τάξης». Οι επαναστάτες, οι οποίοι γνωρίζουν τους κινδύνους μιας ανεξέλεγκτης οργής, αναζητούν διαρκώς μεθόδους
 κατευνασμού. Οταν οι Παριζιάνοι στις 17 Ιουλίου 1791 ζήτησαν να δικαστεί ο βασιλιάς, δεν κρατούσαν όπλα ούτε ρόπαλα. Η άσκηση δύναμης είναι ένα σύμβολο στην τέχνη της
 δημοκρατικής πολιτικής. 
Σήμερα τα κινήματα δεν είναι βίαια. Επινοούν, όπως είχε γίνει από το 1790 ως το 1792, τρόπους εκδήλωσης της οργής με συγκράτηση της βίας. Οι διαδηλώσεις και οι απεργίες που οργανώνονται από τα συνδικάτα μένουν πιστές σε αυτή την παράδοση, βλέπουμε όμως επίσης καταλήψεις που συνοδεύονται από μουσικές εκδηλώσεις ή και αναγνώσεις λογοτεχνικών έργων, ανοικτές στο κοινό. 

Αυτές όμως οι μέθοδοι «αυτοσυγκράτησης της βίας» μπορούν να αναιρεθούν από τις ίδιες τις δυνάμεις της τάξης όταν αυτές χρησιμοποιούν την κατασταλτική σωματική βία. Οπως τον Ιούλιο του 1791 πολλοί σκοτώθηκαν από πυρά αστυνομικών χωρίς αφορμή, έτσι και σήμερα πολλοί επιστρέφουν από μια διαδήλωση με τραύματα στο σώμα, ενώ άλλοι προσάγονται ενώπιον της Δικαιοσύνης κατηγορούμενοι για στασιασμό. 

Τελικά, η αυτοσυγκράτηση αυτή κινδυνεύει να υποχωρήσει αν αυτοί οι οποίοι καλούνται να υιοθετήσουν νέους νόμους δεν εισακούσουν τα εκρη κτικά αισθήματα οργής, αγανάκτησης, ακόμη και φρίκης απέναντι στην κρίση. Η επιθυμία για θέσπιση προστατευτικών νόμων αποτελεί θεμέλιο της ανάγκης ύπαρξης δικαίου. Η κυβέρνηση παίζει με τη φωτιά αρνούμενη να μεταφράσει σε πράξεις αυτό το λαϊκό αίτημα. Αυτό το αίτημα ενσαρκώνει μια συγκεκριμένη μορφή της λαϊκής κυριαρχίας στη Γαλλία: την κυριαρχία των πράξεων. Ο αποκλεισμός της στο όνομα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας πλήττει ακόμη περισσότερο ένα ήδη εξασθενημένο κοινωνικό συμβόλαιο ενότητας. 

Η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει λάβει υπόψη όχι μόνο τις προσδοκίες των αντίπαλων παρατάξεων, αλλά ούτε και τις επιθυμίες της ίδιας της δεξιάς παράταξης, στην οποία υποσχέθηκε τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Σήμερα η κρίση έχει εδραιωθεί και οι συνέπειες των φορολογικών μέτρων σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο είναι ήδη ορατές. Είμαστε μάρτυρες μιας επιδίωξης αλλαγής του εκπαιδευτικού συστήματος χωρίς διάλογο, ενώ οι μεταρρυθμίσεις βιώνονται ως καθαρές αποδιαρθρώσεις. Ενα χρέος τιμής και ζωής θα μπορούσε να φέρει αντιμέτωπες δύο ανταγωνιστικές κοινωνικές ομάδες και να διχάσει βαθιά την κοινωνία. 

«Χρέος τιμής», διότι το εκλογικό σώμα εξαπατήθηκε με ξεδιάντροπες δημαγωγίες και αυτό πλέον το γνωρίζει, αλλά και γιατί η απουσία διαλόγου απαξιώνει τα ίδια τα αποτελέσματα μιας εκλογικής διαδικασίας. «Χρέος ζωής», επειδή οι ζωτικές αξίες της εργασίας και της παιδείας φαίνονται να εξαφανίζονται χωρίς οι πλουσιότεροι να νοιάζονται, ομολογώντας μια παντελή έλλειψη αλληλεγγύης στην κρίση. 

Το σύνθημα που ακούγεται «Δεν θα πληρώσουμε εμείς τη δική σας κρίση» καθιστά ολοφάνερο τον κοινωνικό διχασμό ανάμεσα στο «εμείς», δηλαδή οι καταπιεσμένοι, και στο «εσείς», δηλαδή οι καταπιεστές. Αυτή η συμβολική βία διαπερνά ήδη πολλά τμήματα της κοινωνίας και υποδαυλίζει αναμφίβολα την εξέγερση όσων αισθάνονται τον εμπαιγμό μιας σύγχρονης, υπεροπτικής αριστοκρατίας. Οι φοιτητές έρχονταν για να βρουν συμμάχους, συνάντησαν όμως εχθρούς. 

Αυτό το «εμείς» των καταπιεσμένων δεν αποτελείται μόνον από τους επισφαλώς εργαζομένους, τους νυν και τους μέλλοντες ανέργους. Αποτελείται επίσης από τη μεσαία τάξη, η οποία περνά και αυτή το κατώφλι της επισφάλειας, από τα μορφωμένα στρώματα που απεργούν και διαδηλώνουν υπερασπιζόμενα μια διαφορετική αντίληψη για τα πανεπιστήμια και τη διαχείριση της γνώσης. Περιλαμβάνει εν ολίγοις όλους εκείνους που νιώθουν εξαπατημένοι και ζητούν «δικαιοσύνη». Υπό αυτή την έννοια, τα κοινωνικά κινήματα του περασμένου χειμώνα και αυτής της άνοιξης έχουν ήδη τη φυσική τάση να επαναλάβουν το 1793. Θέλουν περισσότερη δικαιοσύνη και για να την αποκτήσουν δηλώνουν ότι, άσχετα με τα εκλογικά αποτελέσματα, αυτά ενσαρκώνουν τον νόμιμο κυρίαρχο. 
Η φυσική τάση επανάληψης από την άποψη του προέδρου της Δημοκρατίας
 
Νικολά Σαρκοζίμεταφράζεται στον «εξισωτισμό», όρο ο οποίος απαξιώνει τη θεμελιώδη αξία της δημοκρατίας: την ισότητα. Αυτός ο υποτιθέμενος εξισωτισμός δήθεν εμποδίζει αυτούς που έχουν συγκεντρώσει σημαντικό πλούτο να απολαμβάνουν πλήρως αυτόν τον πλούτο. Και στην κατεύθυνση της προστασίας από τον εξισωτισμό θα έπρεπε να διαμορφωθεί μια φορολογική «ασπίδα». Κάτι αντίστοιχο επιχειρήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης από τους πλούσιους, οι οποίοι πρότειναν έναν «αγροτικό νόμο» που προέβλεπε αναδιανομή των γαιών. Τον Απρίλιο του 1793 ο Ροβεσπιέροςαπέρριψε την πρόταση ως«φάντασμα των κατεργάρηδων για να τρομάξουν τους ηλίθιους».

Εναν μήνα αργότερα αντιτάχθηκε στην ιδέα να εξαιρεθεί ο λαός από την καταβολή φόρων και οι δημόσιες δαπάνες να καλύπτονται μόνον από τους πλούσιους.
«Αυτή η χάρη δεν είναι παρά προσβολή»δήλωσε. «Θα δημιουργηθεί μια τάξη προλετάριων και ειλώτων. Η ισότητα και η ελευθερία θα χαθούν για πάντα». Στις ημέρες μας ψηφίστηκε ένας νόμος που πρόκειται να διογκώσει αυτή τ
ην τάξη των ειλώτων, καθώς η κυβέρνηση αρνείται να διοχετεύσει τα έσοδα από τη φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων για την ενίσχυση των «ασθενεστέρων». Η συμφωνία για τη δίκαιη ανακατανομή των εσόδων του κράτους μοιάζει να έχει θρυμματιστεί. 
Ορισμένοι ακόμη και από τη Δεξιά φαίνεται ότι διατηρούν μια ορθή αντίληψη της κατάστασης, ζητώντας να φορολογηθούν τα «χρυσά αλεξίπτωτα», τα μπόνους και τα δικαιώματα προαίρεσης (stock options) που απολαμβάνουν τα υψηλόβαθμα στελέχη των επιχειρήσεων. 

Αν η κυβέρνηση εξακολουθήσει να αντιτείνει ένα μεγάλο «βέτο» απέναντι σε αυτές τις προσδοκώμενες ρυθμίσεις, αν συνεχίσει τις αποσταθεροποιητικές δημόσιες πολιτικές όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα απαιτεί περισσότερη δικαιοσύνη σε μια διαιρεμένη κοινωνία, τότε η δικαιοσύνη θα λάβει τη μορφή της λαϊκής εκδίκησης. 
Η κυρία Sophie Wahnichείναι ιστορικός, ερευνήτρια στο γαλλικό CΝRS. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κυκλοφορεί ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ ο κουτσοφλέβαρος...

Κυκλοφορεί ο Χριστουγενιάτικος ΚΑΤΟΙΚΟΣ!

Κυκλοφορεί ηλεκτρονικά ο ΚΑΤΟΙΚΟΣ Νοεμβρίου!